- προκαταβολικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που καταβάλλεται εκ τών προτέρων, αυτός που προπληρώνεται («προκαταβολική εξόφληση»)2. αυτός που γίνεται εκ τών προτέρων («προκαταβολική δήλωση»).επίρρ...προκαταβολικώς και προκαταβολικάεκ τών προτέρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < προκαταβάλλω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στον Κωνσταντίνο Ασώπιο].
Dictionary of Greek. 2013.